δεκάρα

δεκάρα
η
1. νόμισμα αξίας δέκα λεπτών.
2. ασήμαντο χρηματικό ποσό: Δεν αξίζει ούτε δεκάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεκάρα — η [δεκάρι] 1. μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα λεπτών 2. μικρό ασήμαντο χρηματικό ποσό 3. ποινή κράτησης ή φυλάκισης δέκα ημερών («έφαγε μια δεκάρα») 4. φρ. α) «δεκάρα τού Όθωνα» άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αναχρονιστικές αντιλήψεις β) (για… …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • αδέκαρος — η, ο αυτός που δεν έχει δεκάρα, που τού λείπουν εντελώς τα χρήματα, ο πάμφτωχος (πρβλ. απένταρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + δεκάρα. ΠΑΡ. αδεκαρία] …   Dictionary of Greek

  • δεκαρολόγος — ο 1. αυτός που με αναξιοπρεπή τρόπο προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη ή που βγάζει μόνο δεκάρες ως κέρδος παρά τις πολλές προσπάθειες 2. όποιος στις εμπορικές του συναλλαγές λυπάται ακόμη και τη δεκάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάρα + λόγος < λέγω… …   Dictionary of Greek

  • Cypriot pound — Λίρα Κύπρου (Greek) Kıbrıs lirası (Turkish) …   Wikipedia

  • Coins of the Cypriot pound — The coins of the Cypriot pound are part of the physical form of current Cypriot currency, the Cypriot pound. They have been issued since coming under British rule in 1878, until Cyprus adoption of euro in 2008. Contents 1 Predecimal series 2… …   Wikipedia

  • Libra chipriota — † Κυπριακή λίρα en griego Kıbrıs lirası en turco 252px Antigua moneda de ½ Céntimo Código: CYP Ámbito …   Wikipedia Español

  • Αργεντινός — ή, ό και όν 1. αυτός που ανήκει στην Αργεντινή ή προέρχεται απ αυτήν 2. φρ. «Αργεντινή δεκάρα» απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα») 2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο») 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα… …   Dictionary of Greek

  • δεκάρικος — η, ο [δεκάρα] 1. όποιος έχει αξία δέκα λεπτών, μιας δεκάρας («δεκάρικος καφές») 2. το ουδ. ως ουσ. δεκάρικο νόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών 3. φρ. «έβγαλε ένα δεκάρικο» για ανούσιο και άστοχο, σοβαροφανή ρητορικό λόγο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”